παύσασθαι

παύσασθαι
παύω
make to end
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καππώτας — Επίκληση του Δία, ο οποίος λατρευόταν στο Γύθειο με τη μορφή πέτρας που θεράπευε τους πόνους. Η ετυμολογία της επίκλησης προέρχεται από τις λέξεις κατά και παύω (ή κατά και πίπτω) και σχετίζεται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σύμφωνα με μία… …   Dictionary of Greek

  • οδυνώμαι — (Α ὀδυνῶμαι, άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, άω) [οδύνη] νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.) αρχ. (το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τόν κάνω να πονέσει …   Dictionary of Greek

  • οϊζυρός — ὀϊζυρός και, αττ. τ., οἰζυρός, ά, όν (Α) 1. (συν. στον Ομ.) άθλιος, αξιολύπητος, δυστυχής 2. γενική προσωνυμία τών θνητών («Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῑσιν», Ομ. Ιλ.) 3. (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυστυχία,… …   Dictionary of Greek

  • σύννους — ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, οον, Α 1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος 2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος αρχ. γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • παύσασθ' — παύσασθε , παύω make to end aor imperat mid 2nd pl παύσασθαι , παύω make to end aor inf mid παύσασθε , παύω make to end aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”